-
1 καταλαβαίνω
(αόρ. (ε)κατάλαβα) μετ.1) понимать; постигать; κατάλαβες περί τίνος πρόκειται; ты понял, о чём идёт речь?;καταλαβαίνω ελληνικά — понимать по-гречески; — знать немного греческий язык;
2) замечать;§ δεν καταλαβαίνει γρύ — он ничегошеньки не понимает, не смыслит;
τοϋδωσα και κατάλαβε я его проучил, я ему дал понять;μαζί μιλούρε και χώρια καταλαβαίνουμε мы говорим на разных языках -
2 αστείο(ν)
το шутка; острота;άσχημο (ανόητο) αστείο(ν) — злая (глупая) шутка;
χρησιμοποιώ στην ομιλία μου πολλά αστεία — пересыпать речь шутками;
λέγω αστεία — отпускать шутки, шутить;
δεν καταλαβαίνω από αστεία — не понимать шуток;
δεν έχω όρεξη γι' αστεία — мне не до шуток;
στ' αστεία — в шутку, шутки ради;
τό γυρίζω στ' αστείο(ν) — превращать что-л, в шутку;
§ αυτά τ' αστεία να λείπουν — или άφησε τ' αστεία — шутки в сторону;
χωρίς αστεία — кроме шуток;
τ' αστεία- αστεία αλλά... — шутки шутками но...;
δεν σηκώνει αστεία — с ним шутки плохи
-
3 αστείο(ν)
το шутка; острота;άσχημο (ανόητο) αστείο(ν) — злая (глупая) шутка;
χρησιμοποιώ στην ομιλία μου πολλά αστεία — пересыпать речь шутками;
λέγω αστεία — отпускать шутки, шутить;
δεν καταλαβαίνω από αστεία — не понимать шуток;
δεν έχω όρεξη γι' αστεία — мне не до шуток;
στ' αστεία — в шутку, шутки ради;
τό γυρίζω στ' αστείο(ν) — превращать что-л, в шутку;
§ αυτά τ' αστεία να λείπουν — или άφησε τ' αστεία — шутки в сторону;
χωρίς αστεία — кроме шуток;
τ' αστεία- αστεία αλλά... — шутки шутками но...;
δεν σηκώνει αστεία — с ним шутки плохи
-
4 μπίτ(ι)
-
5 μπίτ(ι)
См. также в других словарях:
καταλαβαίνω — (Α καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει» νεοελλ. φρ. α) «τού δωσα και κατάλαβε» i) τόν τιμώρησα, τόν εκδικήθηκα ii) έκανα κάτι κατά κόρον β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» γι αυτούς που δεν… … Dictionary of Greek
καταλαβαίνω — κατάλαβα 1. αντιλαμβάνομαι κάτι, εννοώ: Κατάλαβες τι είπε; 2. η φράση «του δωκα και κατάλαβε» σημαίνει ότι τον έκαμα να εννοήσει ότι δεν μπορεί να μας γελάσει, τον τιμώρησα, τον εξευτέλισα κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
αδηλώ — (I) ἀδηλῶ ( έω) (Α) [ἄδηλος] 1. βρίσκομαι σε άγνοια, δεν καταλαβαίνω 2. παθ. είμαι σκοτεινός ή ασαφής 3. δεν εμφανίζομαι, λείπω, απουσιάζω. (II) ἀδηλῶ ( όω) (Α) [ἄδηλος] (μτβ.) κάνω κάποιον αφανή, αόρατο (αμτβ.) γίνομαι αφανής, αόρατος … Dictionary of Greek
ακαταληπτώ — ἀκαταληπτῶ ( έω) (Α) [ἀκατάληπτος] δεν καταλαβαίνω, δεν εννοώ … Dictionary of Greek
παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη … Dictionary of Greek
σκοπιμότητα — η 1. το να εξυπηρετεί κάτι κάποιο σκοπό: Δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα των πράξεών του. 2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση: Από σκοπιμότητα δεν πήρε μέρος στη συνεδρίαση. 3. το να κάνει κάποιος κάτι ή να παραλείπει κάτι προς εξυπηρέτηση κάποιου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… … Dictionary of Greek